- γράπις
- γράπις (-ιδος), η (Α)1. το δέρμα φιδιών και εντόμων που έχει απορριφθεί2. (για πρόσωπο) γεμάτος ρυτίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. Δημώδης τύπος, αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίχτηκε ότι, αν ληφθεί ως αφετηρία η έννοια τής ρυτίδας, πρόκειται για υποκοριστικό τ. τού γράπτης*. Η σύνδεση με τα γραυς, γήρας δεν αποτελεί άποψη ευρύτερα αποδεκτή].
Dictionary of Greek. 2013.